ρίψ

ρίψ
-ιπός, ἡ, Α
1. πλέγμα από λυγαριές, σχοίνα, καλάμια ή βούρλα, ψάθα («ῥιψὶ καταστεγάζουσι», Ηρόδ.)
2. παροιμ. «θεοῡ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις» — αν θέλει ο θεός, μπορεί να ταξιδεύεις και πάνω σε ψάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος μπορεί να είναι δάνειος ή να προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα *wrī-p- «στρέφω, γυρίζω», τού ῥίπτω (βλ. λ. ρίχνω) με μια εξέλιξη τής σημ. «στρέφω» στη σημ. «πλέκω, πλέγμα, ψάθα από πλεγμένα, στριμμένα καλάμια» (για την εξέλιξη αυτή πρβλ. και τα: γοτθ. wairpan «πετώ, ρίχνω» και λιθουαν. virbas «κλωνάρι, ράβδος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥίψ — ῥί̱ψ , ῥίψ plaited work fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίψ' — ῥῑψί , ῥίψ plaited work fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖψ' — ῥῖψαι , ῥίπτω throw aor imperat mid 2nd sg ῥῖψαι , ῥίπτω throw aor inf act ῥῖψα , ῥίπτω throw aor ind act 1st sg (homeric ionic) ῥῖψε , ῥίπτω throw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ῥῖψι , ῥῖψις throwing fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖπα — ῥίψ plaited work fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖπας — ῥίψ plaited work fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖπες — ῥίψ plaited work fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίψιμο — το, Ν ριξιά, ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριψ τού ρίπτω / ρίχνω (πρβλ. ρίψ η) + κατάλ. ιμο (πρβλ. ρίξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • ριπίς — ίδος, ἡ, Α είδος ψάθας, ῥίψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίψ, ῥιπός «ψάθα» + κατάλ. ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • ριψιά — η, Ν ριξιά, ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριψ τού ῥίπτω / ρίχνω (πρβλ. ρίψ η) + κατάλ. ιά (πρβλ. ριξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • Krippe, die — Die Krippe, plur. die n, Diminut. das Krippchen, Oberd. das Kripplein, ein Wort, welches in einer doppelten Hauptbedeutung üblich ist. 1. Des Flechtens, wo es in vielen Gegenden, besonders in den Niederdeutschen Marschländern, ein Flechtwerk,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”